αντασφαλιστής

αντασφαλιστής
ο
αυτός που ενεργεί την αντασφάλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντασφαλίζω. Η λ. στον πληθ. αντασφαλισταί, οι μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”